γλυκολαλιά
Смотреть что такое "γλυκολαλιά" в других словарях:
γλυκολαλιά — η το γλυκολάλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκολάλημα — το και γλυκολαλιά, η 1. γλυκιά ευχάριστη ομιλία 2. (για πουλιά) γλυκοκελάδημα … Dictionary of Greek